ομόρροθος

ομόρροθος
ὁμόρροθος, -ον (Α)
1. αυτός που κωπηλατεί μαζί με κάποιον άλλο
2. αυτός που ενεργεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + ῥόθος «ο ήχος τού κουπιού κατά την κωπηλασία» (πρβλ. ταχύ-ρροθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁμορρόθιον — ὁμόρροθος rowing together masc/fem acc sg ὁμόρροθος rowing together neut nom/voc/acc sg ὁμορρόθιος rowing together masc/fem acc sg ὁμορρόθιος rowing together neut nom/voc/acc sg ὁμορροθέω flow together imperf ind act 3rd pl (doric) ὁμορροθέω flow …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμορρόθου — ὁμόρροθος rowing together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμορρόθους — ὁμόρροθος rowing together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρροθα — ὁμόρροθος rowing together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόρροθοι — ὁμόρροθος rowing together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομορρόθιος — ὁμορρόθιος, ον (Α) [ομόρροθος] ομόρροθος* …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομορροθώ — ὁμορροθῶ, έω (Α) [ομόρροθος] 1. ρέω μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. κωπηλατώ μαζί και ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο 3. ρυμουλκώ, σύρω μαζί με κάποιον άλλο 4. μτφ. συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι 5. (με εμπρόθ. διορ.) εναρμονίζομαι, ταιριάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”